καλλίτεκνος

καλλίτεκνος
-η, -ο (AM καλλίτεκνος, -ον)
αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό-τεκνος, ολιγό-τεκνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλίτεκνος — with beautiful children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεκνον — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem acc sg καλλίτεκνος with beautiful children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεκνότατος — καλλίτεκνος with beautiful children masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτέκνοισι — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτέκνου — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεκνοι — καλλίτεκνος with beautiful children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτεκνοτέρα — καλλιτεκνοτέρᾱ , καλλίτεκνος with beautiful children fem nom/voc/acc comp dual καλλιτεκνοτέρᾱ , καλλίτεκνος with beautiful children fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεξ — καλλίτεξ, ἡ (Α) η καλλίτεκνος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεξ (< τίκτω), πρβλ. αγχί τεξ, επί τεξ] …   Dictionary of Greek

  • καλλίτοκος — καλλίτοκος, ον, θηλ. και καλλιτόκεια (AM) (για γυναίκα) αυτή που γέννησε καλά και ωραία παιδιά, η καλλίτεκνος μσν. (για τη Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με θαυμαστό τρόπο τον Υιό τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”